- τσαρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκε ή αναφερόταν στον τσάρο2. το αρσ. ως ουσ. πιστός οπαδός τού τσάρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσάρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιγγλέσης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων από την Κεφαλονιά. Κατά την παράδοση, γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο Άγγλος ευπατρίδης Γουλιέλμος ντε Μπράουν, που ναυάγησε το 1490 στην Παλική και από τότε εγκαταστάθηκε στο νησί. 1. Αντώνιος… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σαμαρκάνδη — Πόλη (366 000 κάτ.), στην Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (127 200 τ. χλμ., 2 778 000 κάτ.). Βρίσκεται στα αριστερά του ποταμού Ζεραφσάν, σε μια εκτεταμένη και εύφορη κοιλάδα που ορίζεται στα Β από τα ανάγλυφα του … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek